- ατομαρία
- (atomaria). Μικροσκοπικό έντομο με ροπαλοειδείς κεραίες που ζει στις ρίζες διαφόρων φυτών, σε φυτικές ουσίες που έχουν αποσυντεθεί κλπ. Το γνωστότερο είδος είναι η α. η γραμμική, που έχει σώμα μήκους 1 χιλιοστού και κεραίες μήκους 0,5 χιλιοστού. Το είδος αυτό προκαλεί μεγάλες ζημιές στις φυτείες ζαχαροκάλαμων.
Dictionary of Greek. 2013.